Η εξέταση φωτοτυπικών αντιγράφων, από πλευράς Δικαστικής Γραφολογίας, ενέχει τον κίνδυνο να εξεταστεί ένα έγγραφο το οποίο φέρει “εικόνα” γνησίων χαράξεων, οι οποίες όμως δεν χαράχτηκαν ποτέ στο έγγραφο αυτό.
Η σύγχρονη τεχνολογία επεξεργασίας εικόνας, σε συνδυασμό με την, εδώ και αρκετά χρόνια, προσιτή τιμή των συσκευών ηλεκτρονικής σάρωσης (scanners) και έγχρωμης αναπαραγωγής/εκτύπωσης, δίνει την δυνατότητα στο μέσο άνθρωπο να προβεί σε κατασκευή ή και νόθευση εγγράφων σχετικά εύκολα.
Στον τομέα της ενεργούς Δικαστικής Γραφολογίας απαντάται όλο και πιο συχνά η χρήση πλαστών εγγράφων προερχόμενα από αυτή ακριβώς τη μεθοδολογία.
Δυστυχώς το 2014, το άρθρο 1 του Ν. 4250/2014 αναφέρει:
“Με το άρθρο 1 καταργείται η υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων από τους ενδιαφερόμενους στο σύνολο των συναλλαγών τους, όχι μόνον με τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και με τους φο- ρείς, όπως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που άμεσα ή έμμεσα ελέγχονται από το κράτος, όταν πρόκειται για έγγραφα τα οποία έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς αυτούς. Επίσης, στο πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου συμπεριλαμβάνονται και δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες δεν αποτελούν αμιγώς διοικητικές αρχές, όπως Δικαστήρια όλων των βαθμών, Μητροπόλεις, Εκκλησιαστικά Ιδρύματα, Μουφτείες κ.λπ..
Αντί των πρωτοτύπων ή των επικυρωμένων αντιγρά- φων, οι ενδιαφερόμενοι (πολίτες ή επιχειρήσεις) θα υποβάλλουν στις υπηρεσίες και τους φορείς που εμπίπτουν στη ρύθμιση απλά, ευανάγνωστα φωτοαντίγραφα και στη συνέχεια οι υπηρεσίες και οι φορείς αυτοί θα υπο- χρεούνται να διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο σε ποσοστό τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) των φωτοαντιγράφων που έχουν υποβληθεί σε ετήσια βάση. Η υποβολή απλών, ευανάγνωστων φωτοαντιγράφων, στο πλαίσιο μιας διοικητικής ή άλλης διαδικασίας, θα επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του πολίτη ή της επιχείρησης περί της ακρίβειας και αλήθειας των υποβαλλόμενων φωτοαντιγράφων, θα εξισώνεται δηλαδή ουσιαστικά με υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986. Αντίστοιχα, με την ί- δια νομοθετική πρωτοβουλία, θα γίνονται αποδεκτά από τη Διοίκηση και τους φορείς που εμπίπτουν σε αυτή και απλά, ευανάγνωστα φωτοαντίγραφα ιδιωτικών ή αλλο- δαπών εγγράφων, υπό την προϋπόθεση ότι τα έγγραφα αυτά (ιδιωτικά ή αλλοδαπά) έχουν επικυρωθεί αρχικά από δικηγόρο. Στις περιπτώσεις προσκόμισης αναληθών ή πλαστών εγγράφων επιβάλλονται οι ποινικές κυρώσεις του ν. 1599/1986 και η διοικητική ή άλλη πράξη ανακα- λείται. Καθίσταται σαφές ότι με τις προτεινόμενες διατά- ξεις δεν θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν, οι απαι- τήσεις υποβολής δημοσίων εγγράφων με συγκεκριμένη επισημείωση, οι οποίες απορρέουν από διεθνείς συμβά- σεις της χώρας (π.χ. Σύμβαση της Χάγης) και άλλες δια- κρατικές συμφωνίες.”
Όπως είναι κατανοητό, ένα κατασκευασμένο έγγραφο, μπορεί να εμφανιστεί ως έγκυρο αθεώρητο φωτοτυπικό αντίγραφο, χωρίς κανένα προγενέστερο έλεγχο, δημιουργώντας προβλήματα.
Το vima.gr σε σημερινό άρθρο του απευθύνεται σε αυτό το τρωτό σημείο του νόμου καθώς επίσης και στην συνειδητοποίηση από πλευράς του δημοσίου του προβλήματος που δημιουργήθηκε με αυτό.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται: “Στο έγγραφο, με θέμα «Κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων που υποβάλλονται στο Δημόσιο (άρθρο 1 του Ν. 4250/2014) – Διενέργεια Δειγματοληπτικού Ελέγχου», διευκρινίζεται ότι αυτού του είδους ο δειγματοληπτικός έλεγχος δεν διενεργείται στα δικαιολογητικά που υποβάλλονται στις διαδικασίες πρόσληψης / διορισμού προσωπικού.
Και αυτό διότι οι υπηρεσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4305/2014 (ΦΕΚ 237/Α’/31.10.2014), υποχρεούνται πριν από την υπογραφή της πράξεως διορισμού ή προσλήψεως του προσωπικού που διορίζεται / προσλαμβάνεται, «να διενεργούν αμελλητί, υποχρεωτικά αυτεπάγγελτο έλεγχο της γνησιότητας» των δικαιολογητικών που έχει υποβάλει ο υποψήφιος και που είναι απαραίτητα για το διορισμό / πρόσληψή του ή επηρεάζουν οπωσδήποτε την κατάταξή του κατά τη διαδικασία πρόσληψης ή τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξή του μετά την πρόσληψη.”
Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι το σύστημα αντέδρασε σε αυτόν τον κίνδυνο, και ευελπιστούμε σε αύξηση του ελέγχου των υποβαλλόμενων εγγράφων.
Αναφορικά με τα αντίγραφα και τη γραφολογική τους εξέταση έχουμε να αναφέρουμε τα εξής:
Στην πορεία διεξαγωγής γραφολογικής έρευνας υπάρχει η πιθανότητα να χρειαστεί να εξεταστεί ένα έγγραφο σε φωτοτυπικό (ή ηλεκτρονικό) αντίγραφο. Το αντίγραφο ως έγγραφο χάνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής, και δυσκολεύει την εξακρίβωση της γνησιότητας ή της πλαστότητάς του. Η διαδικασία αναπαραγωγής ενός εγγράφου, περιλαμβάνει δύο διαδικασίες α. την «ανάγνωση» του εγγράφου από το μηχάνημα αναπαραγωγής και β. την αναπαραγωγή του εγγράφου. Και οι δύο αυτές διαδικασίες έχουν σφάλματα και δεν αποδίδουν όλα τα χαρακτηριστικά του εγγράφου που αναπαράγεται. Η φωτοτυπία, ανάλογα με την διακριτική ικανότητα του φωτοτυπικού μηχανήματος που δημιουργεί το αντίγραφο, καθώς επίσης και την γενιά του αντιγράφου (αντίγραφο 1ης γενιάς: αντίγραφο από το πρωτότυπο, αντίγραφο 2ης γενιάς : αντίγραφο από το αντίγραφο της 1ης γενιάς κοκ.) αλλοιώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής.
Ποιότητα γραμμής χάραξης: Η ποιότητα της γραμμής χάραξης παραμορφώνεται.
Γραφική πίεση: Οι μεταβολές της πίεσης δεν διακρίνονται εύκολα. Οι χαράξεις ελαφριάς πίεσης αναπαράγονται είτε σαν διακεκομμένες γραμμές, είτε δεν εμφανίζονται καθόλου.
Εναρκτήριες και καταληκτικές χαράξεις: οι μορφή τους αλλοιώνεται, γεγονός που δυσχεραίνει την εκτίμηση της ταχύτητας της γραφής.
Αυλακώσεις και ιχνηλασίες: Οι αυλακώσεις και οι ιχνηλασίες κατά κύριο λόγο δεν αναπαράγονται στις φωτοτυπίες.
Δισταγμοί και επανασυνδέσεις: Οι δισταγμοί και οι επανασυνδέσεις στη γραφή επισκιάζονται και δεν διακρίνονται μέσω του φωτοτυπικού αντίγραφου.
Περαιτέρω, εξετάζοντας ένα φωτοτυπικό αντίγραφο αντί για το πρωτότυπο έγγραφο, δεν υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί εξέταση με την Ηλεκτροστατική Συσκευή Ανίχνευσης (ESDA),με χρήση υπέρυθρου και υπεριώδους φωτός, και η μικροσκοπική εξέταση παράγει περιορισμένα αποτελέσματα. Κατόπιν αυτών υπάρχουν πληθώρα χαρακτηριστικών πλαστότητας που«κρύβονται» μέσα σε ένα φωτοτυπικό αντίγραφο. Σε περιπτώσεις φωτομεταφοράς ή κολάζ, όπου η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν ατελής, υπάρχει η πιθανότητα να εντοπιστούν στοιχεία πλαστότητας. Ωστόσο η απουσία τέτοιων στοιχείων πλαστότητας δεν συνιστά τη γνησιότητα του φωτοαντίγραφου. Με τα σύγχρονα διαθέσιμα μέσα ψηφιακής επεξεργασίας, είναι πολύ εύκολο ένας πλαστογράφος να κατασκευάσει ένα έγγραφο, παρουσιαζόμενο ως αντίγραφο ενός μη υπαρκτού αυθεντικού εγγράφου, που οπτικά δεν παρουσιάζει στοιχεία πλαστότητας. Κατόπιν αυτών, όταν ο δικαστικός γραφολόγος είναι υποχρεωμένος να εξετάσει ένα αντίγραφο αντί για ένα πρωτότυπο έγγραφο, πρέπει να ξεκινήσει την έρευνά του θέτοντας το ερώτημα«Υπάρχει το έγγραφο του οποίου το αντίγραφο καλούμαι να εξετάσω;». Από εκεί και πέρα οποιοδήποτε συμπέρασμα γνησιότητας του υπό έλεγχο εγγράφου θα πρέπει να συνοδεύεται από την προϋπόθεση ότι υπάρχει το έγγραφο, και όπως περιγράψαμε παραπάνω, επειδή αλλοιώνονται πολλά χαρακτηριστικά της γραφής, θα πρέπει να είναι χαμηλής βεβαιότητας. Αντιθέτως όταν έχουμε είτε εμφανή στοιχεία πλαστότητας (κολάζ κλπ.), είτε όταν τα χαρακτηριστικά της υπό έλεγχο γραφής που παραμένουν στο αντίγραφο είναι σημαντικά διαφορετικά από αυτά της δειγματικής γραφής, μπορούμε να καταλήξουμε σε αρνητικό αποτέλεσμα (τ.ε. η υπό έλεγχο γραφή/ υπογραφή στο αντίγραφο δεν ανήκει στη φυσιολογική γραφή του Χ) με υψηλή βεβαιότητα.
Σχετικοί Σύνδεσμοι:
Άρθρο tovima.gr
N.4250/2014
Εγκύκλιος Υπουργείου