Εξέταση φωτοαντιγράφων

Στην πορεία διεξαγωγής γραφολογικής έρευνας υπάρχει η πιθανότητα να χρειαστεί να εξεταστεί ένα έγγραφο σε φωτοτυπικό (ή ηλεκτρονικό) αντίγραφο. Το αντίγραφο ως έγγραφο χάνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής, και δυσκολεύει την εξακρίβωση της γνησιότητας ή της πλαστότητάς του. Η διαδικασία αναπαραγωγής ενός εγγράφου, περιλαμβάνει δύο διαδικασίες α. την «ανάγνωση» του εγγράφου από το μηχάνημα αναπαραγωγής και β. την αναπαραγωγή του εγγράφου. Και οι δύο αυτές διαδικασίες έχουν σφάλματα και δεν αποδίδουν όλα τα χαρακτηριστικά του εγγράφου που αναπαράγεται.

Η φωτοτυπία, ανάλογα με την διακριτική ικανότητα του φωτοτυπικού μηχανήματος που δημιουργεί το αντίγραφο, καθώς επίσης και την γενιά του αντιγράφου (αντίγραφο 1ης γενιάς: αντίγραφο από το πρωτότυπο, αντίγραφο 2ης γενιάς : αντίγραφο από το αντίγραφο της 1ης γενιάς κοκ.) αλλοιώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής.

 

  • Ποιότητα γραμμής χάραξης: Η ποιότητα της γραμμής χάραξης παραμορφώνεται.
  • Γραφική πίεση: Οι μεταβολές της πίεσης δεν διακρίνονται εύκολα. Οι χαράξεις ελαφριάς πίεσης αναπαράγονται είτε σαν διακεκομμένες γραμμές, είτε δεν εμφανίζονται καθόλου.
  • Εναρκτήριες και καταληκτικές χαράξεις: οι μορφή τους αλλοιώνεται, γεγονός που δυσχεραίνει την εκτίμηση της ταχύτητας της γραφής.
  • Αυλακώσεις και ιχνηλασίες: Οι αυλακώσεις και οι ιχνηλασίες κατά κύριο λόγο δεν αναπαράγονται στις φωτοτυπίες.
  • Δισταγμοί και επανασυνδέσεις: Οι δισταγμοί και οι επανασυνδέσεις στη γραφή επισκιάζονται και δεν διακρίνονται μέσω του φωτοτυπικού αντίγραφου.

 

Περεταίρω, εξετάζοντας ένα φωτοτυπικό αντίγραφο αντί για το πρωτότυπο έγγραφο, δεν υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί εξέταση με την Ηλεκτροστατική Συσκευή Ανίχνευσης (ESDA),με χρήση υπέρυθρου και υπεριώδους φωτός, και η μικροσκοπική εξέταση παράγει περιορισμένα αποτελέσματα. Κατόπιν αυτών υπάρχουν πληθώρα χαρακτηριστικών πλαστότητας που«κρύβονται» μέσα σε ένα φωτοτυπικό αντίγραφο.

 

Σε περιπτώσεις φωτομεταφοράς ή κολάζ, όπου η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν  ατελής, υπάρχει η πιθανότητα να εντοπιστούν στοιχεία πλαστότητας. Ωστόσο η απουσία τέτοιων στοιχείων πλαστότητας δεν συνιστά τη γνησιότητα του φωτοαντίγραφου. Με τα σύγχρονα διαθέσιμα μέσα ψηφιακής επεξεργασίας, είναι πολύ εύκολο ένας πλαστογράφος να κατασκευάσει ένα έγγραφο, παρουσιαζόμενο ως αντίγραφο ενός μη υπαρκτού αυθεντικού εγγράφου, που οπτικά δεν παρουσιάζει στοιχεία πλαστότητας.

 

Κατόπιν αυτών, όταν ο δικαστικός γραφολόγος είναι υποχρεωμένος να εξετάσει ένα αντίγραφο αντί για ένα πρωτότυπο έγγραφο, πρέπει να ξεκινήσει την έρευνά του θέτοντας το ερώτημα«Υπάρχει το έγγραφο του οποίου το αντίγραφο καλούμαι να εξετάσω;». Από εκεί και πέρα οποιοδήποτε συμπέρασμα γνησιότητας του υπό έλεγχο εγγράφου θα πρέπει να συνοδεύεται από την προϋπόθεση ότι υπάρχει το έγγραφο, και όπως περιγράψαμε παραπάνω, επειδή αλλοιώνονται πολλά χαρακτηριστικά της γραφής, θα πρέπει να είναι χαμηλής βεβαιότητας.

Αντιθέτως όταν έχουμε είτε εμφανή στοιχεία πλαστότητας (κολάζ κλπ.), είτε όταν τα χαρακτηριστικά της υπό έλεγχο γραφής που παραμένουν στο αντίγραφο είναι σημαντικά διαφορετικά από αυτά της δειγματικής γραφής, μπορούμε να καταλήξουμε σε αρνητικό αποτέλεσμα (τ.ε. η υπό έλεγχο γραφή/ υπογραφή στο αντίγραφο δεν ανήκει στη φυσιολογική γραφή του Χ) με υψηλή βεβαιότητα


Κατασκευή ιστοσελίδας os-weblab.gr
Share on Twitter
Back to TOP