Γραφολογία

Γραφολογία


Το αντικείμενο της Δικαστικής Γραφολογίας είναι η διερεύνηση και διαπίστωση της γνησιότητας ή της πλαστότητας γραφής και εγγράφων. H Δικαστική Γραφολογία καλείται να ταυτίσει την υπό έλεγχο γραφή με τον γραφέα που την παρήγαγε, μέσα από μια διαδικασία ανάλυσης, σύγκρισης και αξιολόγησης. Ως γραφή εννοείται κάθε ενσυνείδητη μορφή γραπτού κειμένου, είτε πρόκειται για υπογραφή, είτε για συνεχόμενη γραφή, είτε για μεμονωμένη αποτύπωση γραμμάτων ή γραφημάτων. Η γραφή είναι μια δυναμική πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς˙ ως τέτοια υφίσταται συνεχή αλλά όχι πάντοτε διακρινόμενη εξέλιξη/διαφοροποίηση, υποκείμενη σε αρκετές επιρροές και διαφόρους βαθμούς φυσικής μεταβολής. Ένας γραφέας παράγει γραφές οι οποίες παρουσιάζουν διαφορές/μεταφορές αναμεταξύ τους όχι σημαντικές και τέτοιες που διαμορφώνουν συγκεκριμένο μοτίβο. Αυτό το πλήθος παρεμφερών γραφών στο σύνολό τους είναι μοναδικό για κάθε άνθρωπο και δεν μπορεί να αναπαραχθεί/αντιγραφεί. Για το λόγο αυτό είναι καίριας σημασίας για τον δικαστικό γραφολόγο η συλλογή ικανοποιητικού δείγματος γραφής σε κάθε περίπτωση γραφέα προκειμένου να σχηματιστεί πλήρως και ορθώς η ταυτότητα της γραφής. Σχετικά με τη διαδικασία που απαιτείται προκειμένου να παραχθεί γραφή οι Brault και Plamondon (JoOP 1983; 56. Inferring Personal Qualities Through Handwriting Analysis) αναφέρουν: «Για κάθε λέξη, κάθε γράμμα σχηματίζεται αφότου περάσει από τρία επίπεδα απεικόνισης:

  1. Το grapheme (την έννοια του γράμματος χωρίς συγκεκριμένη μορφή).
  2. Το allograph (αναπαράσταση για συγκεκριμένο τύπο γράμματος).
  3. To graph (απεικονίζοντας την ακολουθία των καταλλήλων κινήσεων για το σχηματισμό του γράμματος).»
  Αυτά τα τρία στάδια περιγράφουν την νοητική διαδικασία η οποία ακολουθείται από την εκτέλεση των καταλλήλων κινήσεων με ενεργοποίηση των κατάλληλων μυών με τη σωστή σειρά που απαιτείται για να σχηματιστεί το graph. Συνεπώς κάθε μορφή γραφής (γραφή/υπογραφή/αποτύπωση γραμμάτων) υπόκειται στις αρχές της Δικαστικής Γραφολογίας και μπορεί να υποβληθεί σε ανάλυση , σύγκριση και αξιολόγηση, εφόσον υπάρχει κατάλληλο δειγματικό υλικό συναρτήσει της πολλαπλότητας και της πολυπλοκότητας  της υπό έλεγχο γραφής. Όταν δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις (π.χ. το δειγματικό υλικό είναι ανεπαρκές ή η γραφή που είναι το αντικείμενο έρευνας είναι φτωχό σε ιδιαιτερότητα, πολλαπλότητα, πολυπλοκότητα και χαρακτηριστικά), τότε η δικαστική γραφολογία δεν είναι σε θέση να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα για την ταυτότητα της γραφής (περίπτωση non liquet).

Όταν ολοκληρώνεται η γραφολογική εξέταση διατυπώνεται το συμπέρασμα σχετικά με τη γνησιότητα ή την πλαστότητα της εξεταζόμενης γραφής. Το συμπέρασμα διατυπώνεται λεκτικά και όχι σε ακριβές αριθμητικό ποσοστό πιθανοτήτων. Η Δικαστική Γραφολογία, όπως και οι περισσότερες αντίστοιχες επιστήμες (forensic sciences) είναι εμπειρική επιστήμη και όχι ποσοτική/αναλυτική. Συνεπώς δεν υπάρχει κάποιος μαθηματικός τύπος που να διατυπώνει αυστηρά μαθηματικά το ποσοστό βεβαιότητας. Στα πλαίσια της απόκτησης ενός κοινού και επιστημονικά αποδεκτού τρόπου διατύπωσης συμπερασμάτων, η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αστυνομία (Bundeskriminalamt) όρισε αρμόδια επιστημονική επιτροπή να επεξεργαστεί το θέμα. Το αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας είναι το σύγγραμμα των Norbert Köller, Kai Nissen, Michael Reiβ και Erwin Sadorf «Συμπεράσματα Πιθανοτήτων στις Πραγματογνωμοσύνες για τη Γραφή» στο οποίο περιγράφονται σαν αποδεκτές διατυπώσεις συμπερασμάτων οι ακόλουθες:

  • Πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας: Το σύνολο των ευρημάτων αξιολογείται να έχει υψηλή αποδεικτική αξία και βρίσκεται σε απόλυτη συμβατότητα με την υπόθεσή μας (την γνησιότητα ή την πλαστότητα της εξεταζόμενης γραφής) σε όλες τις πτυχές.
  • Πολύ υψηλή πιθανότητα: Το σύνολο των ευρημάτων αξιολογείται να έχει υψηλή αποδεικτική αξία και βρίσκεται σε απόλυτη συμβατότητα με την υπόθεσή μας (την γνησιότητα ή την πλαστότητα της εξεταζόμενης γραφής) σχεδόν σε όλες τις πτυχές. Υπάρχουν μερικά ευρήματα που δεν είναι απολύτως συμβατά, αλλά δικαιολογείται η ύπαρξή τους από την μέθοδο έρευνας.
  • Υψηλή πιθανότητα: Το σύνολο των ευρημάτων αξιολογείται να έχει επαρκή αποδεικτική αξία και βρίσκεται σε γενική συμβατότητα με την υπόθεσή μας (την γνησιότητα ή την πλαστότητα της εξεταζόμενης γραφής) σχεδόν σε όλες τις πτυχές. Υπάρχουν μερικά ευρήματα που δεν είναι απολύτως συμβατά, και/ή είναι άσχετα με την υπόθεση αλλά μπορεί να δικαιολογηθεί η ύπαρξή τους από την μέθοδο έρευνας.
  • Ισχυρές τάσεις: Το σύνολο των ευρημάτων αξιολογείται να έχει επαρκή αποδεικτική αξία και βρίσκεται σε συμφωνία με την υπόθεσή μας (την γνησιότητα ή την πλαστότητα της εξεταζόμενης γραφής) σε αρκετές πτυχές. Υπάρχουν ευρήματα που δεν είναι συμβατά, και/ή είναι άσχετα με την υπόθεση αλλά μπορεί να δικαιολογηθεί η ύπαρξή τους από την μέθοδο έρευνας.
  • Τάσεις: Το σύνολο των ευρημάτων αξιολογείται να έχει σχετική αποδεικτική αξία και βρίσκεται σε συμφωνία με την υπόθεσή μας (την γνησιότητα ή την πλαστότητα της εξεταζόμενης γραφής) σε αρκετές πτυχές. Υπάρχουν ευρήματα που δεν είναι συμβατά, και/ή είναι άσχετα με την υπόθεση αλλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ολοκληρωτικά η ύπαρξή τους από την μέθοδο έρευνας.
  • Αναποτελεσματικό Συμπέρασμα – non liquet: Το σύνολο των ευρημάτων είναι αντιφατικό και δεν εντοπίζεται κάποια τάση σχετικά με την υπόθεσή μας (την γνησιότητα ή την πλαστότητα της εξεταζόμενης γραφής). Υπάρχουν ευρήματα που δεν είναι συμβατά, και/ή είναι άσχετα με την υπόθεση και δεν μπορεί να ερμηνευτεί η ύπαρξή τους από την μέθοδο έρευνας.
Ας σημειωθεί ότι το συμπέρασμα που εμφανίζει «Πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα» είναι το συμπέρασμα με την υψηλότερη δυνατή βεβαιότητα στο οποίο μπορεί να φτάσει ο δικαστικός γραφολόγος, προκειμένου να παραμείνει εντός επιστημονικών ορίων.Σε αυτή την περίπτωση ο δικαστικός γραφολόγος είναι απόλυτα σίγουρος για το αποτέλεσμα. Η χρήση του συμπεράσματος «Πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα» αποτελεί την επιστημονικά ορθή διατύπωση της απόλυτης βεβαιότητας του Δικαστικού Γραφολόγου και δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ή αβεβαιότητας στη διατύπωση συμπεράσματος. To σύγγραμμα Köller N., Nissen K., Reiβ M. & Sadorf E.: Probabilistische Schlussfolgerungen in Schriftgutachten, Luchterhand, Munchen (2004)είναι διαθέσιμο στην διαδικτυακή διεύθυνση http://www.bka.de/nn_193902/SharedDocs/Downloads/DE/Publikationen/Publikationsreihen/01PolizeiUndForschung/1__26__ProbabilistischeSchlussfolgerungenSchriftgutachten,templateId=raw,property=publicationFile.pdf/1_26_ProbabilistischeSchlussfolgerungenSchriftgutachten.pdf   Probabilistische Schlussfolgerungen

Στην πορεία διεξαγωγής γραφολογικής έρευνας υπάρχει η πιθανότητα να χρειαστεί να εξεταστεί ένα έγγραφο σε φωτοτυπικό (ή ηλεκτρονικό) αντίγραφο. Το αντίγραφο ως έγγραφο χάνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής, και δυσκολεύει την εξακρίβωση της γνησιότητας ή της πλαστότητάς του. Η διαδικασία αναπαραγωγής ενός εγγράφου, περιλαμβάνει δύο διαδικασίες α. την «ανάγνωση» του εγγράφου από το μηχάνημα αναπαραγωγής και β. την αναπαραγωγή του εγγράφου. Και οι δύο αυτές διαδικασίες έχουν σφάλματα και δεν αποδίδουν όλα τα χαρακτηριστικά του εγγράφου που αναπαράγεται. Η φωτοτυπία, ανάλογα με την διακριτική ικανότητα του φωτοτυπικού μηχανήματος που δημιουργεί το αντίγραφο, καθώς επίσης και την γενιά του αντιγράφου (αντίγραφο 1ης γενιάς: αντίγραφο από το πρωτότυπο, αντίγραφο 2ης γενιάς : αντίγραφο από το αντίγραφο της 1ης γενιάς κοκ.) αλλοιώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γραφής.  

  • Ποιότητα γραμμής χάραξης: Η ποιότητα της γραμμής χάραξης παραμορφώνεται.
  • Γραφική πίεση: Οι μεταβολές της πίεσης δεν διακρίνονται εύκολα. Οι χαράξεις ελαφριάς πίεσης αναπαράγονται είτε σαν διακεκομμένες γραμμές, είτε δεν εμφανίζονται καθόλου.
  • Εναρκτήριες και καταληκτικές χαράξεις: οι μορφή τους αλλοιώνεται, γεγονός που δυσχεραίνει την εκτίμηση της ταχύτητας της γραφής.
  • Αυλακώσεις και ιχνηλασίες: Οι αυλακώσεις και οι ιχνηλασίες κατά κύριο λόγο δεν αναπαράγονται στις φωτοτυπίες.
  • Δισταγμοί και επανασυνδέσεις: Οι δισταγμοί και οι επανασυνδέσεις στη γραφή επισκιάζονται και δεν διακρίνονται μέσω του φωτοτυπικού αντίγραφου.
  Περεταίρω, εξετάζοντας ένα φωτοτυπικό αντίγραφο αντί για το πρωτότυπο έγγραφο, δεν υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί εξέταση με την Ηλεκτροστατική Συσκευή Ανίχνευσης (ESDA),με χρήση υπέρυθρου και υπεριώδους φωτός, και η μικροσκοπική εξέταση παράγει περιορισμένα αποτελέσματα. Κατόπιν αυτών υπάρχουν πληθώρα χαρακτηριστικών πλαστότητας που«κρύβονται» μέσα σε ένα φωτοτυπικό αντίγραφο.   Σε περιπτώσεις φωτομεταφοράς ή κολάζ, όπου η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν  ατελής, υπάρχει η πιθανότητα να εντοπιστούν στοιχεία πλαστότητας. Ωστόσο η απουσία τέτοιων στοιχείων πλαστότητας δεν συνιστά τη γνησιότητα του φωτοαντίγραφου. Με τα σύγχρονα διαθέσιμα μέσα ψηφιακής επεξεργασίας, είναι πολύ εύκολο ένας πλαστογράφος να κατασκευάσει ένα έγγραφο, παρουσιαζόμενο ως αντίγραφο ενός μη υπαρκτού αυθεντικού εγγράφου, που οπτικά δεν παρουσιάζει στοιχεία πλαστότητας.   Κατόπιν αυτών, όταν ο δικαστικός γραφολόγος είναι υποχρεωμένος να εξετάσει ένα αντίγραφο αντί για ένα πρωτότυπο έγγραφο, πρέπει να ξεκινήσει την έρευνά του θέτοντας το ερώτημα«Υπάρχει το έγγραφο του οποίου το αντίγραφο καλούμαι να εξετάσω;». Από εκεί και πέρα οποιοδήποτε συμπέρασμα γνησιότητας του υπό έλεγχο εγγράφου θα πρέπει να συνοδεύεται από την προϋπόθεση ότι υπάρχει το έγγραφο, και όπως περιγράψαμε παραπάνω, επειδή αλλοιώνονται πολλά χαρακτηριστικά της γραφής, θα πρέπει να είναι χαμηλής βεβαιότητας. Αντιθέτως όταν έχουμε είτε εμφανή στοιχεία πλαστότητας (κολάζ κλπ.), είτε όταν τα χαρακτηριστικά της υπό έλεγχο γραφής που παραμένουν στο αντίγραφο είναι σημαντικά διαφορετικά από αυτά της δειγματικής γραφής, μπορούμε να καταλήξουμε σε αρνητικό αποτέλεσμα (τ.ε. η υπό έλεγχο γραφή/ υπογραφή στο αντίγραφο δεν ανήκει στη φυσιολογική γραφή του Χ) με υψηλή βεβαιότητα

Για να σπουδάσει κάποιος Δικαστική Γραφολογία δεν είναι απαραίτητο να σπουδάσει πρώτα Αναλυτική Γραφολογία (i.e.τον αντίστοιχο κλάδο της ψυχολογίας), άσχετα αν ακολουθείται από κάποιους αυτή η πρακτική (βλ.http://www.afde.org/faq.html http://www.dps.state.ia.us/DCI/Crime_Lab/Documents/faqs.shtml ). Η Δικαστική Γραφολογία είναι κομμάτι των Εγκληματολογικών Επιστημών (Forensic Sciences) και στα πανεπιστήμια που διδάσκεται στο εξωτερικό δεν ακολουθείται η πρακτική της διδασκαλίας της αναλυτικής πρώτα και της δικαστικής μετά. Εκτός αν μιλάμε για πανεπιστήμια και σχολές ψυχολογίας. Η Δικαστική Γραφολογία εκτός από το κομμάτι της ανάλυσης των χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων της γραφής έχει και καθαρά τεχνικές πτυχές, χρησιμοποιώντας ειδικά μηχανήματα (ESDA, υπέρυθρη και υπεριώδη ακτινοβολία κλπ) κατά περίπτωση. Μερικά από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού που διδάσκουν Δικαστική Γραφολογία και είναι αναγνωρισμένα είναι το πανεπιστήμιο στη Λοζάνη (www.unil.ch), και τα ακόλουθα στην Αγγλία (www.uclan.ac.uk & www.staffs.ac.uk). Αν κοιτάξετε τα προγράμματα σπουδών τους θα δείτε ότι δεν υπάρχει κομμάτι αναλυτικής γραφολογίας. Το ίδιο και στο πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ στη Γερμανία, το οποίο είναι πρωτοπόρο στην έρευνα στην Δικαστική Γραφολογία, εδώ και δεκαετίες (http://www.isu-mannheim.de/). Τέλος, γνώμονας για την αξία και την ποιότητα των διαφόρων πανεπιστημιακών προγραμμάτων (προπτυχιακών & μεταπτυχιακών) στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί η αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Εταιρία Εγκληματολογικών Επιστημών (Forensic Science Society): http://www.forensic-science-society.org.uk/information/ae.html Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αρκεί κάποιος να ακολουθήσει ένα τέτοιο πανεπιστημιακό πρόγραμμα. Χρειάζεται οπωσδήποτε να μεσολαβήσει ένα διάστημα πρακτικής άσκησης σε εργαστήριο ή γραφείο ήδη ειδικευμένου δικαστικού γραφολόγου, προκειμένου να αποκτηθεί η απαραίτητη πείρα (π.χ.http://www.uclan.ac.uk/courses/pg/files/fzdoca.htm:“Students on this course might be those hoping to read a PhD or to gain employment as a trainee document examiner or fraud investigator. ”) Επίσης, αν κοιτάξετε τις προϋποθέσεις για να γραφτεί κανείς σε αυτά τα πανεπιστημιακά προγράμματα θα δείτε ότι ζητάνε πτυχίο θετικών επιστημών, και αυτό συμβαίνει γιατί πτυχές Φυσικής Χημείας και στατιστικής εμφανίζονται στη Δικαστική Γραφολογία. Η κατοχή πτυχίου θετικών επιστημών δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου κάποιος να εκπαιδευτεί στην Δικαστική Γραφολογία, κάτοχοι πτυχίων άλλων κλάδων (π.χ. Νομικής κλπ) μπορούν κάλλιστα να εκπαιδευτούν,ωστόσο τονίζεται η παρουσία πτυχών των θετικών επιστημών στη θεωρία και στις τεχνικές διαδικασίες που ακολουθούνται. Ωστόσο το μοντέλο εκπαίδευσης στη Δικαστική Γραφολογία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, ήταν και εξακολουθεί να είναι το εξής: α) Εκπαίδευση με έναν ήδη ειδικευμένο Δικαστικό Γραφολόγο β) Πρακτική Άσκηση (παράδειγμα κατευθυντήρια οδηγία ASTM E2388 για την απαιτούμενη εκπαίδευση του δικαστικού γραφολόγου) Ως πρακτική άσκηση εννοείται, αφότου τελειώσει κάποιος με τη βασική εκπαίδευση, να έχει πρακτική εμπειρία υποθέσεων, να συμμετέχει στην ανάλυση την εξέταση και την σύνταξή τους. Αυτό διευκρινίζεται από τις αρμόδιες εταιρίες δικαστικών γραφολόγων παγκοσμίως (π.χ. το πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ λέει ότι είναι απαραίτητο να έχει κανείς πρακτική εμπειρία τουλάχιστον 101 υποθέσεων). Αυτά τώρα δεν περιλαμβάνονται στην Ελληνική νομοθεσία, και μπορεί κάποιος να τα παρακάμψει και να μπει τεχνικός σύμβουλος, ή να γραφτεί στους πίνακες, όμως κάτι τέτοιο είναι πολύ επικίνδυνο. Ας δούμε τι αναφέρει σχετικά Ο Ron N. Morris, διαπιστευμένος από το Τμήμα Εγκληματολογικών Επιστημών της Μυστικής Υπηρεσίας των Η.Π.Α., διακριτό μέλος της διεθνής κοινότητας δικαστικής γραφολογίας, στο βιβλίο του "Forensic Handwriting Identification, Fundamental concepts and principles” (Δικαστική Ταύτιση Γραφής, Θεμελιώδεις Έννοιες και Αρχές) (σελ.198-199): Λόγω της υψηλά εξειδικευμένης φύσης της εργασίας, ο μόνος τρόπος κάποιος να γίνει Δικαστικός Γραφολόγος (Δικαστικός Εξεταστής Εγγράφων) είναι με την ολοκλήρωση  ενός διετούς ή τριετούς προγράμματος μαθητείας υπό την άμεση επίβλεψη κατάλληλου, ικανού, και ηθικού Δικαστικού Γραφολόγου (Δικαστικός Εξεταστής Εγγράφων) μετά από την ολοκλήρωση πανεπιστημιακών σπουδών. (...) Ένα άτομο που επιδιώκει μια σταδιοδρομία σε αυτόν τον τομέα πρέπει να ξεκινήσει το επάγγελμα ως εκπαιδευόμενος, …, σε ένα πρόγραμμα μαθητείας/ πρακτικής υπό την άμεση επίβλεψη κατάλληλου Δικαστικού Γραφολόγου (Δικαστικός Εξεταστής Εγγράφων), ή σε ένα αναγνωρισμένο εργαστήριο ομοίως που έχει κατάλληλους Δικαστικούς Γραφολόγους (Δικαστικός Εξεταστής Εγγράφων) για προσωπικό… O Dr. Manfred Hecker, δικαστικός γραφολόγος, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Εγκληματολογικών Ερευνών της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Γερμανίας (Bundeskriminalamt), σε προσωπική αλληλογραφία με το συγγραφέα αναφέρει: Η εκπαίδευση και η εμπειρία του δικαστικού γραφολόγου στην Γερμανία και διεθνώς μπορεί να περιγραφεί ως εξής: Προσωπική πρακτική εκπαίδευση (on the job) από κάποιον ήδη έμπειρο δικαστικό γραφολόγο (αυτό περιλαμβάνει θεωρητική εκπαίδευση και εργαστηριακή εξέταση για τις βασικές γνώσεις, και στη συνέχεια πρακτική συνεργασία σε τουλάχιστον 100 υποθέσεις, όπως απαιτεί η σχετική βιβλιογραφία) προκειμένου να αποκτηθεί εμπειρία. Αυτή η μορφή εκπαίδευσης καθώς επίσης και η παρακολούθηση σχετικών μαθημάτων για τη βασική γνώση, και στη συνέχεια πρακτική δουλειά δίπλα σε ήδη έμπειρους ειδικούς ακολουθείται σε πολλά αστυνομικά εργαστήρια. Παρακολούθηση ειδικών μαθημάτων σε πανεπιστήμια όπως το πανεπιστήμιο του Mannheim και το πανεπιστήμιο της Λοζάνης, που συνοδεύεται από πρακτική εκπαίδευση δίπλα σε ήδη έμπειρο δικαστικό γραφολόγο. Και τέλος, ο David Ellen, παρών στην Εγκληματολογική Επιστήμη (Forensic Science) και στην Δικαστική Γραφολογία για περισσότερα από 40 χρόνια, έχοντας διατελέσει διευθυντής του τομέα εξέτασης εγγράφων (Δικαστικής Γραφολογίας) στο Εγκληματολογικό Εργαστήριο της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου, αναφέρει στο βιβλίο του “The Scientific Examination of Documents, Methods and Techniques”(Η επιστημονική Εξέταση Εγγράφων, Μέθοδοι και Τεχνικές: Όποια και αν είναι η σπουδή, η επιστημονική κατάρτιση είναι το καταλληλότερο βασικό προσόν για εκείνους που εισέρχονται στο επάγγελμα της εξέτασης εγγράφων (Δικαστικής Γραφολογίας). Επειδή λίγες, ενδεχομένως, από τις τεχνικές που υιοθετούνται διδάσκονται στην ακαδημαϊκή μελέτη, περαιτέρω, απαιτείται πρακτική εκπαίδευση «στη δουλειά». Αυτός είναι ουσιαστικά ο μόνος τρόπος διαθέσιμος να αποκτηθεί η ικανοποιητική πείρα (...) Τα εργαστήρια εξέτασης εγγράφων (Δικαστικής Γραφολογίας) ή τα τμήματα των Εγκληματολογικών εργαστηρίων (Forensic Science Laboratories) εκπαιδεύουν συνεχώς τους νέους εξεταστές, και, λιγότερο συχνά, εκείνοι στην ιδιωτική πρακτική μπορούν να πάρουν έναν βοηθό μαθητευόμενων. Επίσης, κυκλοφορούν αρκετά προγράμματα εκμάθησης αποκλειστικά «δια αλληλογραφίας». Ας δούμε τι γράφει σχετικά οThomas W. Vastrick στο βιβλίο του «Forensic Document Examination Techniques»: Η εκπαίδευση πραγματοποιείται μέσω άσκησης σε εργαστήρια για ένα μίνιμουμ 2 ετών, κάτω από την καθοδήγηση ικανού (διαπιστευμένου) δικαστικού γραφολόγου. Πολλά προγράμματα απαιτούν 3 έτη εκπαίδευσης. Προγράμματα δια αλληλογραφίας, γνωστά και ως προγράμματα εξ αποστάσεως (distance learning), δεν είναι κατάλληλοι τρόποι εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση σε εργαστήριο είναι ο μοναδικός τρόπος στον οποίο ο εκπαιδευτής μπορεί συνεχώς να επανεκτιμά την πρόοδο και την ακρίβεια του εκπαιδευόμενου. Λόγω της σοβαρής φύσης του επιστημονικού πεδίου, η αλάνθαστη ακρίβεια είναι το στάνταρ που απαιτείται από τον εκπαιδευτή. Επίσης, ως προς τις διεθνείς «εταιρίες» και «ενώσεις» δικαστικής γραφολογίας, επειδή κυκλοφορούν πολλές που σε κάνουν μέλος μόνο πληρώνοντας μια συνδρομή και δεν αποτελούν εγγύηση γνώσης Δικαστικής Γραφολογίας, αναφέρω κάποιες από τις επιστημονικά έγκυρες εταιρίες, στις οποίες για να γίνεις πλήρες μέλος πρέπει πρώτα να δώσεις εξετάσεις ικανότητας στη δικαστική γραφολογία:

      Τι σημαίνει όμως ότι κάποιος είναι μέλος σε μια τέτοια εταιρία; Αν η συμμετοχή του στην εκάστοτε εταιρία δεν συνοδεύεται από εξετάσεις ικανότητας, τότε δεν σημαίνει τίποτα απολύτως. Στη Γερμανία υπάρχει η Εταιρία για τη Δικαστική Γραφολογία (GESELLSCHAFT FÜR FORENSISCHE SCHRIFTUNTERSUCHUNG (GFS) e. V.), στην οποία προκειμένου να γίνει κανείς δεκτός ως πλήρες μέλος οφείλει πρώτα να περάσει επιτυχώς τις αντίστοιχες εξετάσεις ικανότητας. Αντίστοιχα μπορεί να γραφτεί μέλος σε αυτήν την εταιρία ως επισυνάπτον μέλος «οποιοσδήποτε εκδηλώνει ενδιαφέρον για τη δικαστική γραφολογία». Μια τέτοια συνδρομή λοιπόν δεν εγγυάται τίποτα για την ικανότητα του δικαστικού γραφολόγου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχει η Εταιρία Εγκληματολογικών Επιστημών (Forensic Science Society) η οποία παρέχει ειδικές εξετάσεις διαπίστευσης για κάθε κλάδο των Εγκληματολογικών Επιστημών, που οδηγεί στην απόκτηση διπλώματος ικανότητας (FSSDip: Forensic Science Society Diploma). Αυτές οι εξετάσεις αποτελούνται από γραπτές και πρακτικές εξετάσεις σε περίοδο ενός έτους και διεξάγονται σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο του Strathclyde. Σε όσους επιτυγχάνουν στις εξετάσεις χορηγείται το αντίστοιχο δίπλωμα (π.χ. Δικαστικής Γραφολογίας) από την Forensic Science Society και το Πανεπιστήμιο του Strathclyde. Το δίπλωμα έχει ισχύει 5 ετών. Μετά τα 5 έτη ο κάτοχος του διπλώματος υποβάλει εκ νέου τα δικαιολογητικά του (βιογραφικό, επαγγελματική δραστηριότητα, συμμετοχή σε συνέδρια κλπ) και η αρμόδια επιτροπή κρίνει εάν θα ανανεωθεί η ισχύς του διπλώματος ή εάν θα χρειαστεί η εκ νέου εξέταση του κατόχου. Εάν ο κάτοχος είναι επαγγελματικά ανενεργός για περίοδο 6 μηνών το δίπλωμα ακυρώνεται. Η απονομή και ανανέωση των διπλωμάτων λαμβάνει χώρα κάθε Οκτώβριο στην ετήσια συνάντηση της Forensic Science Society και οι απονομές και ανανεώσεις των διπλωμάτων ανακοινώνονται ονομαστικά στις περιοδικές εκδόσεις της ένωσης (Science & Justice Journal,Interfaces). Ας σημειωθεί ότι μπορεί κάποιος να είναι μέλος (member) χωρίς απαραίτητα να είναι διπλωματούχος. Επίσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχει η CRFP (Council for Registration of Forensic Practitioners), η οποία αξιολογεί και εγγράφει σε κατάλογο τους επιστήμονες εγκληματολογικών επιστημών (και τους δικαστικούς γραφολόγους) του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι μόνο. Πρέπει να καταστεί σαφές αυτό το ζήτημα της διαπίστευσης για να μην υπάρχει σύγχυση ανάμεσα σε «διπλώματα» και«ιδιότητες μέλους» οι οποίες δεν παρέχουν αξιολόγηση ή διαπίστευση στη Δικαστική Γραφολογία. Το Ινστιτούτο Μελετών Δικαστικής Γραφολογίας "Ο Χαρτουλάριος" δεν παρέχει εκπαίδευση "εκ του μηδενός" στην Δικαστική Γραφολογία. Αντιθέτως κατά καιρούς διατίθενται θέσεις ειδίκευσης/ πρακτικής άσκησης σε Δικαστικούς Γραφολόγους που έχουν ήδη ολοκληρώσει ένα βασικό κύκλο σπουδών στη Δικαστική Γραφολογία / Δικαστική Εξέταση Εγγράφων (π.χ. MSc in Document Analysis κλπ.).   Για περισσότερες πληροφορίες δείτε την ενότητα "ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ" στην ιστοσελίδα μας.

Στα πλαίσια της εναρμόνισης της πρακτικής του Ινστιτούτου Μελετών Δικαστικής Γραφολογίας "Ο Χαρτουλάριος" με τις επιστημονικά έγκυρες και εγκεκριμένες διεθνώς πρακτικές στο πεδίο της Δικαστικής Γραφολογίας, και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Δικτύου Εγκληματολογικών Ινστιτούτων (European Network of Forensic Science Institutes) του οποίου μέλος είναι και το προαναφερθέν εργαστήριο, οι εργασίες μας πραγματοποιούνται εφαρμόζοντας την επιστημονική αρχή των τεσσάρων-ματιών (four eye principle) & της διπλής αξιολόγησης (peer review system) με εξέταση και συνυπογραφή δύο Ειδικών Δικαστικών Γραφολόγων. Το Ινστιτούτο μας εφαρμόζει δύο συστήματα διπλής αξιολόγησης; α) Σύστημα ταυτόχρονης εξέτασης: η υπόθεση ανατίθεται ταυτόχρονα σε δύο εξεταστές τους εργαστηρίου (εξεταστής Α και εξεταστής Β). Κάθε εξεταστής φέρει εις πέραν τη δοθείσα εντολή ανεξάρτητα από τον άλλον. Όταν ολοκληρώσουν και οι δύο εξεταστές τη διερεύνηση, και διατυπώσουν ο κάθε ένας το πλήρως αιτολογημένο συμπέρασμά τους, ανταλάσσουν απόψεις και καταλήγουν σε ένα ενιαίο συμπέρασμα. Το προϊόν αυτής της διαδικασίας (Ενημερωτικό Σημείωμα, Γνωμοδότηση κλπ.) συνπυογράφεται και από τους δύο εξεταστές. β) Σύστημα επίβλεψης. Η πραγματογνωμοσύνη που έχει ανατεθεί σε έναν εξεταστή, αφότου ολοκληρωθεί και συνταχθεί η Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης, υποβάλλεται σε δεύτερο εξεταστή - ελεγκτή, με πλήρη απόκρυψη των προσωποπαγών στοιχείων, οποίος εξετάζει και επικυρώνει την ορθότητα της εφαρμογής της επιστημονικής μεθοδολογίας της Δικαστικής Γραφολογίας/ Δικαστικής Εξέτασης Εγγράφων από τον αρχικό εξεταστή. Ο ρόλος του επιβλέποντα/ελεγκτή Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου αφορά αποκλειστικά την πιστοποίηση ότι ο διορισμένος δικαστικός γραφολόγος εφάρμοσε την πρέπουσα μεθοδολογία σύμφωνα με τις αρχές της δικαστικής γραφολογίας, και δεν υπεισέρχεται στο σχηματισμό του συμπεράσματος , ούτε λαμβάνει γνώση των ονομάτων ή των εμπλεκομένων στην εκάστοτε υπόθεση, για την απόκρυψη των οποίων λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα σε πλήρη συμμόρφωση με την αρχή της μυστικότητας της διαδικασίας και τις διατάξεις περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η πρακτική αυτή γίνεται σύμφωνα με τα πρωτόκολλα διαχείρισης ποιότητας (quality management – ISO 17025), κατ’ εφαρμογή της αρχής του διπλού ελέγχου.

Κατασκευή ιστοσελίδας os-weblab.gr
Share on Twitter
Back to TOP